στέψω

στέψω
στέφω
put round
aor subj act 1st sg
στέφω
put round
fut ind act 1st sg
στέφω
put round
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”